Νέα από του στόματος θεραπεία για τους ασθενείς με νόσο Gaucher

Νέα από του στόματος θεραπεία για τους ασθενείς με νόσο Gaucher

Θετικά είναι τα νέα δεδομένα από τις κλινικές μελέτες Φάσης 3 ENGAGE και ENCORE για την eliglustat tartrate, την από του στόματος θεραπεία για ασθενείς με νόσο Gaucher τύπου 1, που παρουσιάστηκαν στο 9ο ετήσιο Παγκόσμιο Συμπόσιο του Δικτύου Λυσοσωμικών Διαταραχών, που πραγματοποιήθηκε στο Ορλάντο στη Φλόριδας.

Και οι δύο μελέτες πέτυχαν το πρωτεύον καταληκτικό σημείο τους και μαζί θα αποτελέσουν τη βάση για τον φάκελο προς έγκριση της δραστική ουσίας, που θα υποβάλλει η παρασκευάστρια εταιρία Genzyme.

Η νόσος Gaucher είναι μία κληρονομική διαταραχή από την οποία πάσχουν λιγότεροι από 10.000 άνθρωποι παγκοσμίως. Οι άνθρωποι με τη νόσο Gaucher έχουν ανεπάρκεια ενός ενζύμου, της β-γλυκοσιδάσης (γλυκοκερεβροσιδάση) που διασπά ένα συγκεκριμένο τύπο μορίου λίπους. Ως αποτέλεσμα, τα διογκωμένα με λιπίδια κύτταρα (τα ονομαζόμενα κύτταρα Gaucher) συσσωρεύονται σε διαφορετικά μέρη του σώματος, κυρίως στο σπλήνα, το ήπαρ και το μυελό των οστών. Η συσσώρευση κυττάρων Gaucher μπορεί να προκαλέσει διόγκωση του σπλήνα και του ήπατος (σπληνομεγαλία και ηπατομεγαλία), αναιμία, υπερβολική αιμορραγία και μώλωπες, νόσο των οστών και έναν αριθμό άλλων σημείων και συμπτωμάτων. Η πιο κοινή μορφή της νόσου Gaucher, ο τύπος 1, γενικά δεν επηρεάζει τον εγκέφαλο.

Η Genzyme αναπτύσσει την eliglustat tartrate, μια κάψουλα που λαμβάνεται από το στόμα, για να παρέχει μια βολική εναλλακτική αγωγή για ασθενείς με νόσο Gaucher τύπου 1 και να προσφέρει ένα ευρύτερο φάσμα θεραπευτικών επιλογών σε ασθενείς και ιατρούς.

Στη μελέτη ENGAGE, μία κλινική μελέτη Φάσης 3 για την αξιολόγηση της ασφάλειας και αποτελεσματικότητας της eliglustat tartrate σε 40 ασθενείς με νόσο Gaucher τύπου 1 που λάμβαναν για πρώτη φορά θεραπεία, παρατηρήθηκε βελτίωση σε όλα τα πρωτεύοντα και δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία στην εννεάμηνη διάρκεια της μελέτης. Τα αποτελέσματα ανακοινώθηκαν από τον Πράμοντ Μιστρι, MD, PhD, FRCP, καθηγητή Παιδιατρικής και Παθολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Γέιλ και ερευνητή της μελέτης.

Για την τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο, μελέτη είχε τεθεί ως πρωτεύον καταληκτικό σημείο αποτελεσματικότητας η βελτίωση του μεγέθους του σπλήνα στους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με eliglustat tartrate. Οι ασθενείς κατηγοριοποιήθηκαν στην έναρξη της μελέτης με βάση τον όγκο του σπλήνα. Στη μελέτη, παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική βελτίωση στο μέγεθος του σπλήνα, στους εννέα μήνες, στους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με eliglustat tartrate σε σύγκριση με όσους έλαβαν εικονικό φάρμακο. Ο όγκος του σπλήνα σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με eliglustat tartrate μειώθηκε από την έναρξη της θεραπείας κατά μέσο όρο 28%, σε σύγκριση με μέση αύξηση 2% στους ασθενείς που λάμβαναν εικονικό φάρμακο, μια απόλυτη διαφορά 30% (p<0,0001).

Στη μελέτη, δεν σημειώθηκαν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες σε καμία από τις δύο ομάδες θεραπείας. Όλες οι ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν ήταν ήπιας ή μέτριας βαρύτητας, με τις πιο συχνά αναφερόμενες να είναι η κεφαλαλγία, η αρθραλγία και η διάρροια. Ένας ασθενής αποσύρθηκε από την κλινική μελέτη, για λόγους που δεν σχετίζονται με τη θεραπεία. Στο τέλος της εννεάμηνης περιόδου, οι ασθενείς που λάμβαναν εικονικό φάρμακο προχώρησαν σε αγωγή με eliglustat tartrate.

Η μελέτη ENCORE, η δεύτερη κλινική μελέτη Φάσης 3 του προγράμματος ανάπτυξης της eliglustat tartrate, επίσης πέτυχε το πρωτεύον καταληκτικό σημείο της.

Στην κλινική μελέτη, 160 ασθενείς με νόσο Gaucher τύπου 1, που είχαν ξεκινήσει θεραπεία υποκατάστασης ενζύμου τουλάχιστον τρία έτη πριν την τυχαιοποίηση και οι οποίοι είχαν πετύχει τους θεραπευτικούς στόχους τους, τυχαιοποιήθηκαν (2:1) για να λάβουν είτε eliglustat tartrate, είτε ιμιγλουκεράση για έγχυση για ένα έτος.

Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο σταθερότητας ήταν ένα σύνθετο καταληκτικό σημείο προκαθορισμένων κριτηρίων μεταβολής των ακόλουθων παραμέτρων: όγκος σπλήνα, επίπεδα αιμοσφαιρίνης, αριθμός αιμοπεταλίων και όγκος ήπατος. Για την επίτευξη του καταληκτικού σημείου σταθερότητας, ο ασθενής έπρεπε να παραμείνει σταθερός και στις τέσσερις παραμέτρους.

Η eliglustat tartrate πέτυχε τα προκαθορισμένα κριτήρια για μη κατωτερότητα έναντι της ιμιγλουκεράσης για έγχυση, με την πλειοψηφία των ασθενών και στις δύο ομάδες να παραμένουν σταθεροί στη διάρκεια ενός έτους έπειτα από την τυχαιοποίηση (84% των ασθενών που λάμβαναν eliglustat tartrate και 94% των ασθενών που λάμβαναν ιμιγλουκεράση).

Σε μια πρόσθετη, προκαθορισμένη ανάλυση αποτελεσματικότητας της ποσοστιαίας μεταβολής του όγκου του σπλήνα από την έναρξη της θεραπείας, παρατηρήθηκε μέση μεταβολή -6% στην ομάδα της eliglustat tartrate σε σχέση με -3% στην ομάδα της ιμιγλουκεράσης. Αυτή η ανάλυση πέτυχε επίσης τα κριτήρια μη κατωτερότητας.

Η πλειοψηφία των ασθενών παρουσίαζε φυσιολογικές μετρήσεις οστικής πυκνότητας ολικού ισχίου και οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης κατά την έναρξη της μελέτης. Αυτές οι μετρήσεις διατηρήθηκαν στη διάρκεια της δωδεκάμηνης περιόδου της μελέτης.

Στην κλινική μελέτη ENCORE, 2% των ασθενών που λάμβαναν eliglustat tartrate και 2% των ασθενών που λάμβαναν ιμιγλουκεράση διέκοψαν τη θεραπεία λόγω εμφάνισης μιας ανεπιθύμητης ενέργειας. Στη διάρκεια ενός έτους, σημειώθηκαν τέσσερις ανεπιθύμητες ενέργειες στην ομάδας θεραπείας με eliglustat tartrate με συχνότητα ≥10% σε σύγκριση με την ομάδα θεραπείας της ιμιγλουκεράσης: κόπωση (14% συνολική συχνότητα), κεφαλαλγία (13% συνολική συχνότητα), ναυτία (12% συνολική συχνότητα), και άλγος άνω κοιλιακής χώρας (10% συνολική συχνότητα).

Η πλειονότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν ήπιας ή μέτριας σοβαρότητας και στις δύο ομάδες. Δεν παρατηρήθηκαν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες στην κλινική μελέτη, οι οποίες θεωρήθηκαν από τον θεράποντα ιατρό σχετιζόμενες με τη θεραπεία.

Τα αποτελέσματα από τη μελέτη ENCORE αναμένεται να παρουσιαστούν σε ιατρικό συνέδριο κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους.

Η eliglustat tartrate, ένα νέο ανάλογο του γλυκοσυλοκεραμιδίου που χορηγείται από το στόμα, έχει σχεδιαστεί για να αναστέλλει μερικώς το ένζυμο συνθετάση του γλυκοσυλοκεραμιδίου, που οδηγεί στη μειωμένη παραγωγή γλυκοσυλοκεραμιδίου. Το γλυκοσυλοκεραμίδιο είναι η ουσία που συσσωρεύεται στα κύτταρα και τους ιστούς των ατόμων που πάσχουν από τη νόσο Gaucher.

Η ιμιγλουκεράση για έγχυση ενδείκνυται για μακροχρόνια θεραπεία υποκατάστασης ενζύμων για παιδιατρικούς και ενήλικες ασθενείς με επιβεβαιωμένη διάγνωση νόσου Gaucher τύπου 1, η οποία οδηγεί σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες παθήσεις: αναιμία (μειωμένο αριθμό αιμοσφαιρίων), θρομβοκυτταροπενία (μείωση του αριθμού των αιμοπεταλίων), νόσο των οστών ή ηπατομεγαλία και σπληνομεγαλία (διογκωμένο ήπαρ ή σπλήνας).

Σχεδόν το 15% των ασθενών έχουν αναπτύξει ανοσολογικές αντιδράσεις (αντισώματα). Αυτοί οι ασθενείς διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο αλλεργικής αντίδρασης (υπερευαισθησία). Συνιστάται η προσεκτική χρήση της ιμιγλουκεράσης για έγχυση, εφόσον υπάρχει προηγούμενη αλλεργική αντίδραση στο προϊόν.

Συμπτώματα που υποδεικνύουν υπερευαισθησία παρουσιάστηκαν σε 6,6% των ασθενών, και περιλαμβάνουν αναφυλακτοειδή αντίδραση (μία σοβαρή αλλεργική αντίδραση), κνησμό, ερύθημα, κνίδωση, υποδόρια συγκέντρωση υγρού, θωρακική δυσφορία, δύσπνοια, βήχα, κυάνωση (κυανός χρωματισμός του δέρματος εξαιτίας της χαμηλής πρόσληψης οξυγόνου) και υπόταση. Οι αντιδράσεις που σχετίζονται με τη χορήγηση της ιμιγλουκεράσης έχουν παρουσιαστεί σε λιγότερο από το 15% των ασθενών. Καθεμία από τις ακόλουθες ενέργειες εμφανίστηκε σε λιγότερο από το 2% του συνολικού πληθυσμού ασθενών. Οι αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν ναυτία, κοιλιακό άλγος, έμετο, διάρροια, εξάνθημα, κόπωση, κεφαλαλγία, πυρετό, ζάλη, ρίγη, πόνο στην πλάτη και ταχυκαρδία.

Επειδή η θεραπεία με ιμιγλουκεράση χορηγείται με ενδοφλέβια έγχυση, είναι πιθανό να παρουσιαστούν  αντιδράσεις στο σημείο της φλεβοκέντησης: δυσφορία, κνησμός, καύσος, οίδημα ή άσηπτο απόστημα. Η ιμιγλουκεράση χορηγείται μόνο με ιατρική συνταγή.


health.in.gr