Μαθησιακές Δυσκολίες

Αναζήτηση

Μαθησιακές Δυσκολίες

 

Βαλεντίνα Βεκρή
Ψυχολόγος, απόφοιτος του University of Huddersfield της Μ. Βρετανίας και κάτοχος του μεταπτυχιακού διπλώματος, MSc Εξελικτική Ψυχολογία του Central Lancashire, U.K.

 

Σύμφωνα με τον ορισμό της National Joint Committe on Learning Disabilities (NJCLD, 1988) «Οι Μαθησιακές Δυσκολίες είναι ένας γενικός όρος που αναφέρεται σε μια ανομοιογενή ομάδα διαταραχών, οι οποίες εκδηλώνονται με σημαντικές δυσκολίες στην πρόσκτηση και τη χρήση ικανοτήτων ακρόασης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής συλλογισμού ή μαθηματικής ικανότητας. Οι διαταραχές αυτές είναι εγγενείς στο άτομο, αποδίδονται σε δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος και μπορεί να υπάρχουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Προβλήματα σε συμπεριφορές αυτοελέγχου, κοινωνικής αντίληψης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης μπορεί να συνυπάρχουν με τις Μαθησιακές Δυσκολίες, αλλά δε συνιστούν από μόνα τους τέτοιες. Μπορεί επίσης να συνυπάρχουν και με εξωτερικές επιδράσεις, όπως πολιτισμικές διαφορές, ακατάλληλη ή η ανεπαρκής διδασκαλία δεν είναι όμως το άμεσο αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων».

 

Επιδημιολογικά Στοιχεία

Σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες το 15-20% του μαθητικού πληθυσμού αντιμετωπίζει κάποια Μαθησιακή Δυσκολία σε έναν ή περισσότερους τομείς ή αντικείμενα μάθησης. Οι μαθησιακές δυσκολίες εμφανίζονται συχνότερα στα αγόρια απ’ ότι στα κορίτσια και μάλιστα σε αναλογία 4:1 ή 6:1 Ένα παιδί με Μαθησιακές Δυσκολίες παρουσιάζει ελλείμματα σε μια πληθώρα δεξιοτήτων, όπως την αντίληψη, τη γλώσσα, τη μαθηματική σκέψη, τη μνήμη, τη προσοχή και τη συγκέντρωση, τη μεταγνώση, τα κίνητρα, τις κοινωνικές δεξιότητες και την συναισθηματική εξέλιξη, (Παντελιάδου, 2000). Ιδιαίτερα, θα πρέπει να τονιστεί ότι τα παιδιά που κρίνεται πως έχουν Μαθησιακές Δυσκολίες πρέπει να έχουν οπωσδήποτε τουλάχιστον κανονικό δείκτη νοημοσύνης.

 

Σε έρευνες που ανασκοπούνται από τον Picker (1988), οι έφηβοι με μαθησιακές δυσκολίες παρουσιάζουν χαμηλότερη αυτοεπίγνωση για την σχολική τους κατάσταση, φτωχότερη ψυχοκοινωνική ανάπτυξη και έχουν ανεπαρκή κοινωνική αντίληψη. Άλλες έρευνες υποστηρίζουν ότι οι έφηβοι με μαθησιακές δυσκολίες εμφανίζουν προβλήματα στην κοινωνική συμπεριφορά, δυσκολίες στην ομαδικές σχέσεις, ενώ φαίνεται ότι είναι λιγότεροι δημοφιλείς και αποδεκτοί από τους συμμαθητές τους. Επιπλέον, αναφέρεται ότι οι έφηβοι με μαθησιακές δυσκολίες παραπέμπονται πιο συχνά για ψυχοθεραπεία για διάφορους λόγους με συχνότερους τα προβλήματα από τις εκδηλώσεις αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Επομένως, η σχέση μαθησιακών δυσκολιών με συναισθηματικά και συμπεριφορικά προβλήματα είναι δεδομένη και ομόφωνα αποδεκτή.

 

Διάγνωση

Σημαντικός αποδεικνύεται ο ρόλος της προσχολικής αγωγής στην έγκαιρη αναγνώριση και πρόληψη. Η θεραπευτική παρέμβαση κατά την προσχολική ηλικία στοχεύει στην μείωση των αναπτυξιακών προβλημάτων που θέτουν το παιδί σε «επικινδυνότητα», για εμφάνιση στη σχολική ζωή, μαθησιακών δυσκολιών. Η σωστή διαγνωστική προσέγγιση πρέπει να είναι διαφορική, δηλαδή με την συμμετοχή διαφόρων ειδικοτήτων. Οι γονείς, μόλις διαπιστώσουν ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα στη μάθηση με το παιδί τους, οφείλουν να το παραπέμψουν για βαθύτερη έρευνα στην αρμόδια ιατροπαιδαγωγική υπηρεσία (ιατροπαιδαγωγικά κέντρα, κλπ.). Η ιατροπαιδαγωγική υπηρεσία είναι μια διεπιστημονική ομάδα, στην οποία συμμετέχουν, παιδοψυχίατρος, ψυχολόγος, ειδικός παιδαγωγός, εργοθεραπευτής και κοινωνικός λειτουργός. Καθένας από αυτούς τους ειδικούς εξετάζει χωριστά το παιδί και συντάσσει σχετική έκθεση.

 

Αντιμετώπιση

Η προτεινόμενη αντιμετώπιση στις Δυσκολίες Μάθησης εξαρτάται από τα ευρήματα της διαγνωστικής διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση, η αντιμετώπιση πρέπει να είναι εξατομικευμένη. Το παιδί μπορεί να βοηθηθεί από ειδικό εκπαιδευτικό, από λογοπεδικό, από ψυχολόγο η να χρειάζεται περισσότερο μια ψυχοπαιδαγωγική ενίσχυση. Η αποκατάσταση έχει διπλό στόχο αποβλέποντας τόσο στην μαθησιακή βοήθεια όσο και στην ψυχολογική στήριξη.

 

Πρέπει να ληφθεί όμως υπόψη ότι οι δυσκολίες μάθησης δεν αφορούν μόνο τις ικανότητες του παιδιού, αλλά εμπλέκουν και τους παράγοντες οικογένεια, και το ευρύτερο σχολικό και κοινωνικό πλαίσιο. Μέσα στα πλαίσια αυτά ζει, κινείται, εξελίσσεται και καλείται να λειτουργήσει το παιδί. Η άμεση ευαισθητοποίηση του σχολείου και της οικογένειας αποτελεί βασική προϋπόθεση για την έγκαιρη διάγνωση και την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των Δυσκολιών Μάθησης του παιδιού.

 

Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι με την κατάλληλη αγωγή, μπορούμε να βοηθήσουμε να περιοριστούν στο ελάχιστο, τα προβλήματα αυτών των παιδιών. Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες μέσα από το κατάλληλο ψυχοπαιδαγωγικό περιβάλλον, μπορεί να αποκτήσουν αυτόνομη προσωπικότητα  και να έχουν μια ομαλότερη ένταξη στην κοινωνία.